επίπλασμα

επίπλασμα
το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω]
έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπλασμα — plaster neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλασμάτων — ἐπίπλασμα plaster neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσμασι — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσμασιν — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματα — ἐπίπλασμα plaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματι — ἐπίπλασμα plaster neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματος — ἐπίπλασμα plaster neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”